Τι ονομάζουμε πολύποδες παχέος εντέρου και πώς διακρίνονται;
Οι πολύποδες παχέος εντέρου είναι εκβλαστήσεις της εσωτερικής επιφάνειας του εντέρου, και προβάλλουν μέσα στον αυλό. Οι πολύποδες του παχέος εντέρου διακρίνονται σε καλοήθεις πολύποδες του παχέος εντέρου και κακοήθεις πολύποδες του παχέος εντέρου, και ταξινομούνται ανάλογα με το σχήμα τους (επίπεδοι πολύποδες ή μισχωτοί πολύποδες) και τον ιστολογικό τους χαρακτήρα.
Οι κακοήθεις πολύποδες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο, διότι ανάλογα με τη φύση τους οι πολύποδες μπορεί να εξελιχθούν ή όχι σε καρκίνο του παχέος εντέρου.
Ιστολογικά, λοιπόν, οι πολύποδες διακρίνονται σε:
- Αδενωματώδεις Πολύποδες: Αποτελούν προκαρκινωματώδεις βλάβες και ιστολογικά διακρίνονται σε σωληνώδη, λαχνωτά και σωληνολαχνωτά αδενώματα. Μέση ηλικία εμφάνισής τους είναι τα 50 έτη και εμφανίζονται συχνότερα στο ορθό και το σιγμοειδές. Η κακοήθης προδιάθεση ενός αδενώματος εξαρτάται από το μέγεθος, το ρυθμό ανάπτυξης- αύξησης και το βαθμό επιθηλιακής ατυπίας. Οι άμισχοι πολύποδες είναι πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη κακοήθειας από τους έμμισχους. Συχνά είναι ασυμπτωματικοί. Μπορεί να εκδηλωθούν με απώλεια αίματος ή αποβολή βλέννης με τις κενώσεις, κωλικοειδή άλγη, μεταβολές των συνηθειών του εντέρου (διάρροια ή δυσκοιλιότητα) κ.ά.
- Υπερπλαστικοί- Μεταπλαστικοί Πολύποδες: Ανευρίσκονται στο 50% των ενηλίκων, συνηθέστερα στο ορθό και το αριστερό κόλον, είναι μικροί, δεν εξαλλάσσονται και συχνά υποστρέφουν.
- Φλεγμονώδεις Πολύποδες: Αφορούν κυρίως το ορθό και σχετίζονται με φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου. Οι πολύποδες αυτοί δεν έχουν τάση κακοήθους εξαλλαγής.
- Αμαρτώματα: Πολύποδες που σχετίζονται με διάφορα κληρονομικά σύνδρομα. Μπορεί να υπάρχουν εκ γενετής ή να εμφανίζονται αργότερα.
Πώς διαγιγνώσκονται οι πολύποδες παχέος εντέρου;
Η εξέταση εκλογής είναι η ενδοσκόπηση του παχέος εντέρου (σιγμοειδοσκόπηση ή κολονοσκόπηση). Με αυτήν, διαγιγνώσκεται το 90%των πολυπόδων.
Σιγμοειδοσκόπηση: Αυτή πραγματοποιείται με ένα ειδικό εργαλείο (σιγμοειδοσκόπιο) που είναι μαλακό, εύκαμπτο, έχει φακούς στο εσωτερικό του, ένα φως στο άκρο του και έχει πάχος όσο και το μικρό σας δάκτυλο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον επισκοπικό έλεγχο του εσωτερικού του κατώτερου τεταρτημορίου του εντέρου.
Κολονοσκόπηση: Διενεργείται με ένα όργανο παρόμοιο με το εύκαμπτο σιγμοειδοσκόπιο με τη διαφορά ότι είναι αρκετά μακρύτερο, ώστε να ελέγχει ολόκληρο το παχύ έντερο. Υπό μέθη (είδος αναισθησίας), το άκρο του οργάνου εισάγεται στον πρωκτό με ήπιες κινήσεις, και προωθείται σε ολόκληρο το έντερο το οποίο εξετάζεται για τυχόν ανωμαλίες. Μέσω της κολονοσκόπησης, οι πολύποδες μπορούν να αφαιρεθούν ενδοσκοπικά ή να ληφθούν βιοψίες από ύποπτες βλάβες.
Βαριούχος υποκλυσμός: Υγρό βάριο εγχύεται στο ορθό (με υποκλυσμό). Οι ακτινογραφίες λαμβάνονται καθώς το βάριο ρέει στο παχύ έντερο.
Άλλα χρήσιμα εργαλεία στη διάγνωση των πολυπόδων μπορεί να είναι το η αξονική κολονογραφία και η μαγνητική κολονογραφία.
Η αξονική κολονογραφία είναι ουσιαστικά μια αξονική τομογραφία στην οποία, μετά από ειδική επεξεργασία, εξάγεται μία εικόνα τρισδιάστατη σαν αυτής της κολονοσκόπησης και στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε πολύποδες και άλλες βλάβες. Με τις σύγχρονες τεχνικές η ευαισθησία της μεθόδους έχει βελτιωθεί και ενδείκνυται σε αρκετές περιπτώσεις. Βασικό μειονέκτημα της μεθόδου είναι η αδυναμία λήψης βιοψίας, για την οποία απαιτείται η διενέργεια κολονοσκόπησης. Η μαγνητική κολονογραφία γίνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και η αξονική, αλλά σε μαγνητικό τομογράφο.
Ποια είναι η κατάλληλη αντιμετώπιση;
Οι πολύποδες του παχέος εντέρου και του ορθού πρέπει να αφαιρούνται γιατί μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα, να εμφανίσουν κακοήθη εξαλλαγή ή να είναι ήδη κακοήθεις κατά τη διάγνωσή τους (2-4%).
Μικροί πολύποδες αφαιρούνται ενδοσκοπικά.
Επέμβαση και αφαίρεση του πολύποδα ενδείκνυται σε αποτυχία της ενδοσκόπησης, ή όταν οι βλάβες είναι μεγάλες και άμισχες και όταν η ενδοσκοπική εξαίρεση δεν έχει γίνει σε υγιή όρια.
Το είδος της επέμβασης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το είδος του πολύποδα, ο ιστολογικός τύπος, η βιοψία που υπαγορεύει κακοήθεια ή όχι, ο αριθμός των πολυπόδων, η εντόπιση, η εμπειρία του χειρουργού, η γενική κατάσταση του ασθενούς κ.ά.
Οι επεμβάσεις μπορεί να γίνουν είτε ανοικτά, είτε λαπαροσκοπικά ή ακόμη και διορθικά (διαπρωκτικά) για πολύ χαμηλές βλάβες.